ομολγός

ομολγός
ὀμολγός, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ζόφος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. με φωνήεν ο- (πιθ. αιολικό) συνδέεται με τη λ. ἀμολγός* «σκοτάδι, καρδιά τής νύχτας»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”